χημειοσυνθετικός

χημειοσυνθετικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. αυτός που καλύπτει τις ανάγκες του σε χημική ενέργεια όχι με τη συλλογή φωτεινής ενέργειας από τον ήλιο, όπως ο φωτοσυνθετικός, αλλά με πρόσληψη και οξείδωση χημικών ενώσεων, αλλ. χημειότροφος («χημειοσυνθετικός οργανισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemosynthetic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”